πετάλιο

πετάλιο
το / πετάλιον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πετήλιον Α [πέταλον]
μικρό πέταλο, οτιδήποτε έχει σχήμα μικρού πετάλου
νεοελλ.
1. κάθε μικρό μεταλλικό έλασμα
2. μικρός δίσκος από στιλπνό μέταλλο που χρησιμοποιείται για διακόσμηση γυναικείων ενδυμάτων, κν. πούλια
3. το κύριο συστατικό τής μεσοκυττάριας ουσίας τού οστού
αρχ.
1. συνδετήρας σπασμένου οστού, σχίζα
2. κάλαμος τού ζωγράφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λέπι — το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιμοπετάλιο — το, ή θρομβοκύτταρο, μικρό, άχρωμο, απύρηνο, συνήθως στρογγυλό έμμορφο στοιχείο τού αίματος, σημαντικό για τον σχηματισμό τού θρόμβου κατά την πήξη τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + πετάλιο απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. blood… …   Dictionary of Greek

  • κοκκόλιθος — ο 1. γεωλ. μικροσκοπικό πετάλιο ή δακτύλιος από ανθρακικό ασβέστιο, που καλύπτει το σώμα τών κοκκολιθοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccolith < cocc(o) (< λατ. coccum < κόκκος) + lith (< λίθος)] …   Dictionary of Greek

  • φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 …   Dictionary of Greek

  • μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”